- γαμήλιος
- -α, -οο σχετικός με το γάμο: Γαμήλιο εμβατήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαμήλιος — of masc nom sg γαμήλιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμήλιος — α, ο (AM γαμήλιος, ον) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμο αρχ. 1. (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο 2. το αρσ. ως ουσ. ο γαμήλιος (ενν. πλακούς) το γλύκισμα που προσφερόταν στους γάμους 3. το θηλ. ως ουσ. η γαμηλία (ενν … Dictionary of Greek
γαμήλιον — γαμήλιος of masc acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg γαμήλιος of masc/fem acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίων — γαμήλιος of fem gen pl γαμήλιος of masc/neut gen pl γαμήλιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίοις — γαμήλιος of masc/neut dat pl γαμήλιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίου — γαμήλιος of masc/neut gen sg γαμήλιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίους — γαμήλιος of masc acc pl γαμήλιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίῳ — γαμήλιος of masc/neut dat sg γαμήλιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμήλια — γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμήλιοι — γαμήλιος of masc nom/voc pl γαμήλιος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)